Μετάβαση στο περιεχόμενο

extremity

Από Βικιλεξικό

Αγγλικά (en)

[επεξεργασία]

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

extremity (en)

  1. το άκρο, το ακραίο σημείο ενός πράγματος
  2. το άκρο (χέρι ή πόδι)
  3. ακρότητα, ακραίο μέτρο