exulcération
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
exulcération | exulcérations |
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
exulcération (fr) θηλυκό
- η εξέλκωση
ενικός | πληθυντικός |
exulcération | exulcérations |
exulcération (fr) θηλυκό