fachowiec
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Πολωνικά (pl)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /faˈxɔvʲjɛt͡s̑/
- ⓘ
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
fachowiec (pl) αρσενικό
- ο ειδικός (σε κάποιον τομέα ή κλάδο)
fachowiec (pl) αρσενικό