favonio
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ιταλικά (it)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
favonio (it) αρσενικό (πληθυντικός favoni)
- (λογοτεχνικό, άνεμος) δυτικός άνεμος, ο ζέφυρος
Πηγές[επεξεργασία]
- favonio - Vocabolario Treccani online, Istituto della Enciclopedia Italiana (Istituto Treccani).