fenneh

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ˌfɛˈnɛ/
τυπογραφικός συλλαβισμός: fe‐nneh

fenneh (jam)

  • αρρωσταίνω και πονάω[1]
    ⮡   'Tap ramp wid di dawg! If 'im bite yuh, yuh fenneh!
     Σταμάτησε να πειράζεις το σκυλί! Εάν σε δαγκώσει, θα πονάς πολύ.

Αναφορές

[επεξεργασία]
  1. Frederic G. Cassidy, ‎Robert Brock Le Page (2002) (στα αγγλικά). Dictionary of Jamaican English. σελ. 175.  books.google