fibrome
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
fibrome | fibromes |
fibrome (fr) αρσενικό
- ίνωμα (ιατρική)
ενικός | πληθυντικός |
fibrome | fibromes |
fibrome (fr) αρσενικό