fig

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

fig (en)

  1. η συκιά, το δέντρο
  2. το σύκο, ο καρπός