filatrice
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
filatrice | filatrices |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- filatrice < αρσενικό fil(ateur) + -atrice
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
filatrice (fr) θηλυκό
- η νηματουργός, θηλυκό του filateur