Μετάβαση στο περιεχόμενο

filleule

Από Βικιλεξικό

Γαλλικά (fr)

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
filleule filleules

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

filleule (fr) θηλυκό (θηλυκό filleul)