finmanĝi
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Εσπεράντο (eo)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ρήμα[επεξεργασία]
ρήμα finmanĝi | |||
χρόνος | μορφή | ενεργητική μετοχή |
παθητική μετοχή |
---|---|---|---|
ενεστώτας | finmanĝas | finmanĝanta | finmanĝata |
αόριστος | finmanĝis | finmanĝinta | finmanĝita |
μέλλοντας | finmanĝos | finmanĝonta | finmanĝota |
υποθετική | finmanĝus | - | - |
προστακτική | finmanĝu | - | - |
finmanĝi (eo)