finpretiĝi
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Εσπεράντο (eo)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ρήμα[επεξεργασία]
ρήμα finpretiĝi | |||
χρόνος | μορφή | ενεργητική μετοχή |
παθητική μετοχή |
---|---|---|---|
ενεστώτας | finpretiĝas | finpretiĝanta | finpretiĝata |
αόριστος | finpretiĝis | finpretiĝinta | finpretiĝita |
μέλλοντας | finpretiĝos | finpretiĝonta | finpretiĝota |
υποθετική | finpretiĝus | - | - |
προστακτική | finpretiĝu | - | - |
finpretiĝi (eo)
- ετοιμάζομαι, τελειώνω την προετοιμασία μου