Μετάβαση στο περιεχόμενο

fiole

Από Βικιλεξικό

Γαλλικά (fr)

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
fiole fioles

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

fiole (fr) θηλυκό

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]