flaconnage
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
flaconnage | flaconnages |
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
flaconnage (fr) αρσενικό
- εμφιάλωση (αρωμάτων)
ενικός | πληθυντικός |
flaconnage | flaconnages |
flaconnage (fr) αρσενικό