flinch
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]flinch < (άμεσο δάνειο) μέση γαλλική flenchir
Προφορά
[επεξεργασία]
Ρήμα
[επεξεργασία]flinch (en)