flirtage
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
flirtage | flirtages |
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
flirtage (fr) αρσενικό
- το φλερτάρισμα
ενικός | πληθυντικός |
flirtage | flirtages |
flirtage (fr) αρσενικό