floração
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Πορτογαλικά (pt)
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
---|---|
floração | florações |
floração (pt) θηλυκό
- η άνθιση
ενικός | πληθυντικός |
---|---|
floração | florações |
floração (pt) θηλυκό