floriculture

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
      ενικός         πληθυντικός  
floriculture floricultures

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

floriculture (fr) θηλυκό