fluchtartig
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γερμανικά (de)
[επεξεργασία]
Προφορά
[επεξεργασία]
Επίθετο
[επεξεργασία]fluchtartig (de)
Συγγενικά
[επεξεργασία]- → δείτε τη λέξη Flucht
fluchtartig (de)