for nothing
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Έκφραση[επεξεργασία]
for nothing (en) (ιδιωματισμός)
- τζάμπα, χωρίς πληρωμή
- Μας άφησαν να μπούμε τζάμπα.
- ↪ The house was sold for nothing.
- Το σπίτι πουλήθηκε τζάμπα.
- τζάμπα, χωρίς ανταμοιβή ή αποτέλεσμα
- ↪ A year’s hard work all gone for nothing!
- Να πάει τζάμπα ενός χρόνου σκληρή δουλειά!
- ↪ It’s all been for nothing.
- Πήγαν όλα τζάμπα.
- ↪ Your making life difficult for yourself and all for nothing.
- Περιπλέκεις τη ζωή σου και μάλιστα τζάμπα.
- ↪ A year’s hard work all gone for nothing!