for the sake of
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Έκφραση
[επεξεργασία]for the sake of (en) (ιδιωματισμός)
- για χάρη μου, κάνω κάτι για να βοηθήσω κάποιον ή κάτι ή επειδή μου αρέσει κάποιος ή κάτι
- ↪ Do it for my sake.
- Κάμε το για χάρη μου.
- ↪ He did it for you, for you sake.
- Tο έκανε για σένα, για χάρη σου.
- ↪ I will do anything for your sake.
- Για χάρη σου θα κάνω οτιδήποτε.
- ↪ He sacrificed himself for the sake of of the country.
- Θυσιάστηκε για χάρη της πατρίδας.
- ↪ Do it for my sake.
- για χάρη του κάτι, κάνω κάτι για να πάρω ή να κρατήσω κάτι
- ↪ for the sake of truth/justice - για χάρη της αλήθειας/της δικαιοσύνης
Πηγές
[επεξεργασία]- sake (idioms): for the sake of somebody/something or for somebody’s/something’s sake - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 964. ISBN 9780194325684., λήμμα: χάρη