forehead
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
forehead < αγγλοσαξονική forheafod
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
forehead (en)
- το μέτωπο (στο πρόσωπο)