Μετάβαση στο περιεχόμενο

forehead

Από Βικιλεξικό
      ενικός         πληθυντικός  
forehead foreheads

Ετυμολογία

[επεξεργασία]

forehead < αγγλοσαξονική forheafod

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

forehead (en)

  • το μέτωπο στο πρόσωπο, το κούτελο
      He wiped his sweaty forehead.
    Σκούπισε το ιδρωμένο του μέτωπο.