fornification

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

fornification (en)

  • σεξουαλική επαφή εκτός γάμου, η οποία όμως δεν συνιστά μοιχεία (στην Αγία Γραφή αποδίδεται με τον όρο πορνεία)