forswear
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ρήμα[επεξεργασία]
forswear (en)
- (μεταβατικό) αποκηρύσσω ή απαρνούμαι κάτι (για το οποίο έχω δώσει όρκο)
- (αμετάβατο) ψευδορκώ
forswear (en)