Μετάβαση στο περιεχόμενο

franchisee

Από Βικιλεξικό

Αγγλικά (en)

[επεξεργασία]

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

franchisee (en)

  • επιχείρηση που λειτουργεί υπό το καθεστώς franchise

Συγγενικά

[επεξεργασία]