Μετάβαση στο περιεχόμενο

fray

Από Βικιλεξικό

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

fray (en)

ενεστώτας fray
γ΄ ενικό ενεστώτα frays
αόριστος frayed
παθητική μετοχή frayed
ενεργητική μετοχή fraying

fray (en)

  • διαταράσσω
      The relations between the two brothers were frayed due to inheritance disputes.
    Οι σχέσεις των δύο αδελφών διαταράχτηκαν λόγω κληρονομικών διαφορών.