Μετάβαση στο περιεχόμενο

freak

Από Βικιλεξικό

Επίθετο

[επεξεργασία]

freak (en) (χωρίς παραθετικά, μόνο πριν από το ουσιαστικό)

  • σπάνιος, για ένα γεγονός ή τον καιρό που είναι πολύ ασυνήθιστο και απροσδόκητο
      a freak occurrence - σπάνιο φαινόμενο
      It’s some freak weather, it’s raining when you don’t expect it.
    Ο καιρός έχει τα καπρίτσια του, βρέχει όταν δεν το περιμένεις.

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
freak freaks

freak (en)

  1. (ανεπίσημο) η λόξα, η μανία, πρόσωπο με πολύ έντονο ενδιαφέρον για ένα συγκεκριμένο θέμα
      He’s a motorcycle/clean freak.
    Έχει λόξα με τις μοτοσικλέτες/με την καθαριότητα.
      She’s a music freak.
    Έχει μανία για τη μουσική.
  2. το φρικιό
  3. (μερικές φορές υβριστικό) ο τέρας, το έκτρωμα, η τερατογένεση
      a freak of nature - τέρας της φύσεως
  4. τα καπρίτσια, ένα πολύ ασυνήθιστο και απροσδόκητο γεγονός
      a freak of fate - τα καπρίτσια της τύχης
ενεστώτας freak
γ΄ ενικό ενεστώτα freaks
αόριστος freaked
παθητική μετοχή freaked
ενεργητική μετοχή freaking

freak (en) (μεταβατικό & αμετάβατο, ανεπίσημο)

  • τρομάζω, φοβάμαι ή φοβίζω
      Tell him the news gently so he doesn’t freak (out).
    Πες του την είδηση μαλακά για να μην τρομάξει.
      Mice really freak her out.
    Την τρομάζουν πολύ τα ποντίκια.
      This house freaks me out a little at night.
    Με τρομάζει/φοβίζει λίγο αυτό το σπίτι τη νύχτα.
      Don’t freak out, there’s no danger.
    Μην φοβάστε, δεν υπάρχει κίνδυνος.



      ενικός         πληθυντικός  
freak freaks

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

freak (fr) αρσενικό