frequentative
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
frequentative (en)
- (γραμματική) εξακολουθητικό μέρος του λόγου (υποδηλώνει τη σημασία του συχνός)
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
- frequentative στην αγγλική Βικιπαίδεια