fumoir
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
fumoir | fumoirs |
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]fumoir (fr) αρσενικό
- το καπνιστήριο
ενικός | πληθυντικός |
fumoir | fumoirs |
fumoir (fr) αρσενικό