furioso
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- furioso < λατινική furioso (εκνευρισμένος, έξαλλος)
Επίρρημα[επεξεργασία]
furioso (fr)