gématrique
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- gématrique < gématrie
Επίθετο[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
gématrique | gématriques |
gématrique (fr) αρσενικό ή θηλυκό
- σχετικός με τον εβραϊκό μυστικισμό