génocidaire
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
génocidaire | génocidaires |
génocidaire (fr) αρσενικό ή θηλυκό
- ο , η γενοκτόνος
ενικός | πληθυντικός |
génocidaire | génocidaires |
génocidaire (fr) αρσενικό ή θηλυκό