génocidaire
Εμφάνιση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
génocidaire | génocidaires |
génocidaire (fr) αρσενικό ή θηλυκό
- ο , η γενοκτόνος
ενικός | πληθυντικός |
génocidaire | génocidaires |
génocidaire (fr) αρσενικό ή θηλυκό