géophysique

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

Επίθετο[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
géophysique géophysiques

géophysique (fr) αρσενικό ή θηλυκό

  1. γεωφυσικός

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
géophysique géophysiques

géophysique (fr) θηλυκό

  1. η γεωφυσική