gériatrique
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
gériatrique | gériatriques |
Επίθετο
[επεξεργασία]gériatrique (fr) αρσενικό ή θηλυκό
ενικός | πληθυντικός |
gériatrique | gériatriques |
gériatrique (fr) αρσενικό ή θηλυκό