ganas

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

ganas (es)

  1. όρεξη, επιθυμία
    tenía ganas de verte - είχε όρεξη/επιθυμούσε να σε δει