gasping

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ρηματικός τύπος

[επεξεργασία]

gasping (en)

  1. μετοχή ενεστώτα του ρήματος gasp


Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

gasping (en)

  1. το λαχάνιασμα