gengive
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ιταλικά (it)[επεξεργασία]
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
gengiva | gengive |
gengive (it) θηλυκό
- τα ούλα
ενικός | πληθυντικός |
gengiva | gengive |
gengive (it) θηλυκό