genièvre
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
genièvre | genièvres |
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
genièvre (fr) αρσενικό
- η άρκευθος
ενικός | πληθυντικός |
genièvre | genièvres |
genièvre (fr) αρσενικό