geography
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- geography < μέση γαλλική géographie < λατινική geographia < ελληνιστική κοινή γεωγραφία. Μορφολογικά αναλύεται σε geo- + -graphy
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
geography (en)
[επεξεργασία]
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
Πηγές[επεξεργασία]
- geography - Douglas Harper, Online Etymology Dictionary (Διαδικτυακό ετυμολογικό λεξικό) etymonline.com (αγγλικά, από το 2001)
- geography - Oxford Learner's Dictionaries