geometrie

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Κλιτικός τύπος ουσιαστικού

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
geometria geometrie

geometrie (it)



Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

geometrie (cs) θηλυκό

  1. η γεωμετρία



Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

geometrie (ro) θηλυκό

  1. γεωμετρία