gering

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Γερμανικά (de)[επεξεργασία]

Προφορά[επεξεργασία]

 

Επίθετο[επεξεργασία]

gering (de)

  1. (για δυσκολία, απομάκρυνση) μικρός
  2. (για θερμοκρασία, μισθό, ύψος) χαμηλός