Μετάβαση στο περιεχόμενο

ghosting

Από Βικιλεξικό

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
ghosting < ghost + -ing

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

ghosting (en)

  1. το φαινόμενο της θαμπής διπλής εικόνας σε οθόνη τηλεόρασης εξαιτίας παρεμβολών, από λήψη διαφορετικών σημάτων που οδηγούν σε επικαλύψεις στο οπτικό αποτέλεσμα
  2. (νεολογισμός, αργκό) η ξαφνική διακοπή μιας σχέσης (όπως συναισθηματικής ή ερωτικής) εκ μέρους κάποιου ή κάποιας, που απότομα και χωρίς να δώσει εξηγήσεις παύει ολοκληρωτικά κάθε είδους επαφή