giant
Εμφάνιση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]
Επίθετο
[επεξεργασία]giant (en)
- (μόνο πριν από το ουσιαστικό) γιγαντιαίος
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
giant | giants |
giant (en)
- ο γίγαντας, η γιγάντισσα
giant (en)
ενικός | πληθυντικός |
giant | giants |
giant (en)