gingembre
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr) [επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
---|---|
gingembre | gingembres |
gingembre (fr) αρσενικό
- η πιπερόριζα
- το καρύκευμα που παράγεται από την πιπερόριζα