ginkgo
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en) [επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ginkgo < (άμεσο δάνειο) ιαπωνική 銀杏 < κινεζική 銀杏 (銀) (gin=ασήμι, kyo=βερύκοκο)
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ginkgo (en)