glaçage
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
glaçage | glaçages |
glaçage (fr) αρσενικό
- το γλασάρισμα
ενικός | πληθυντικός |
glaçage | glaçages |
glaçage (fr) αρσενικό