glit-

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
glit- < γαλλική glisser

glit- (eo)

  • ρίζα λέξεων που σχετίζονται με την έννοια: γλιστρώ

Παράγωγα

[επεξεργασία]