γλιστρώ
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- γλιστρώ < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική γλιστρῶ, ἐγλιστρῶ < ἐκ + αρχαία ελληνική λίστρον
Ρήμα[επεξεργασία]
γλιστρώ
- κινούμαι εφαπτόμενος σε μια λεία επιφάνεια χωρίς τριβή
- το έλκυθρο γλιστρούσε πάνω στο χιόνι
- χάνω την ισορροπία μου επειδή πάτησα σε απολύτως λεία ή υγρή επιφάνεια
- γλίστρησα στο παρκέ και παραλίγο να πέσω
- (για οχήματα) χάνω την κατευθυντικότητά μου εξαιτίας ολισθηρού οδοστρώματος
- το αυτοκίνητο γλίστρησε γιατί υπήρχαν χυμένα λάδια στο δρόμο
- (μεταφορικά) κινούμαι αθόρυβα χωρίς να γίνομαι αντιληπτός
- γλίστρησε σαν τον κλέφτη μέσα στο δωμάτιο
- (για επιφάνειες, σε τρίτο πρόσωπο) υπάρχει κίνδυνος να γλιστρήσει κάποιος
- προσοχή, μετά το ψιλόβροχο γλιστράει ο δρόμος