grésillement
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
grésillement | grésillements |
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
grésillement (fr) αρσενικό
- το τσιτσίρισμα
ενικός | πληθυντικός |
grésillement | grésillements |
grésillement (fr) αρσενικό