granary
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
granary (en)
- σιταποθήκη
- τύπος ψωμιού, σύντμηση του granary bread