gravy
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
/ˈɡreɪvi/
Ετυμολογία [επεξεργασία]
αβέβαιη, ίσως από εσφαλμένη ανάγνωση του παλαιογαλλικού grané
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός αριθμός: gravy (en)
πληθυντικός αριθμός: gravies (en) (για διαφορετικές σάλτσες· και χωρίς πληθυντικό)
- ο ζωμός, η σάλτσα ως αποτέλεσμα μαγειρεμένου κρέατος
- τα απαίδευτα χρήματα, τα τυχερά λεφτά, χρήματα που αποκτήθηκαν από τύχη ή χωρίς κόπο